- λόφη
- λόφη, ἡ (Α)η λοφιά («οἱ δὲ τὴν λόφην δασεῑαν εἶχον τριχώδη», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λόφος, πιθ. κατά το κόμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόφῃ — λόφη crest fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφην — λόφη crest fem acc sg (attic epic ionic) λοφάω have a crest imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) λοφάω have a crest imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφηφόρος — λοφηφόρος, ον (Α) (για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek